ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΧΡ. ΝΕΟΦΥΤΟΥ

ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΑΛΙΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΔΑΤΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ
ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΙΧΘΥΟΛΟΓΟΥ

Κυρίες και κύριοι σύνεδροι,

Καθώς ο πλανήτης προσπαθεί να ανακάμψει από μία συνδυαστική παγκόσμια κρίση τόσο των τιμών των αγροτικών προϊόντων όσο και της γενικότερης οικονομικής κρίσης, εκατομμύρια άνθρωποι στο κόσμο αντιμετωπίζουν την πείνα και την ανασφάλεια στη διατροφή τους.

Τα αλιεύματα και τα θηράματα ήταν ανέκαθεν οι δύο βασικές πηγές από τις οποίες ο άνθρωπος αντλούσε τις απαραίτητες για την επιβίωσή του ζωικές πρωτεΐνες, με αποτέλεσμα το κυνήγι και η αλιεία να είναι οι δύο πρώτες ενασχολήσεις που δραστηριοποιήθηκε πριν ακόμα αναπτύξει τον έναρθρο λόγο. Παρά το μεγάλο ποσοστό που καταλαμβάνει το υγρό στοιχείο, η σημασία του ως πηγή τροφίμων είχε υποεκτιμηθεί από τον άνθρωπο, που αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η ξηρά ήταν πιο προσιτή σ' αυτόν και επομένως πιο προσπελάσιμη και εύκολη στην έρευνα. Η ραγδαία, όμως, αύξηση του πληθυσμού ήταν αυτή που κατέστησε κατανοητή τη μεγάλη σημασία που έχει το νερό στην παραγωγή πρωτεϊνών (ζωικών και φυτικών), αφού όπως είναι γνωστό το 70,7% της επιφάνειας της γης καλύπτεται από νερό.

Η αξιοποίηση του υδάτινου περιβάλλοντος του πλανήτη μας, για την επιτυχέστερη αντιμετώπιση των ήδη υπαρχόντων και συνεχώς ογκούμενων προβλημάτων διατροφής των ανθρώπων, μπορεί να πραγματοποιηθεί τόσο μέσα από τη συλλεκτική αλιεία όσο και μέσα από την ανάπτυξη και συμβολή των τεχνητών εκτροφών. Η αλιεία και οι υδατοκαλλιέργειες αποτελούν κρίσιμες πηγές εισοδήματος και οικονομικών πόρων για εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον πλανήτη, με την αύξηση της απασχόλησης στον κλάδο να υπερσκελίζει την αύξηση του πληθυσμού και την απασχόληση στην παραδοσιακή γεωργία. Ο δυναμικός αυτός κλάδος, κυρίως της θαλάσσιας εκτροφής, έχει συμβάλει σημαντικά στην καταπολέμηση της ανεργίας με την απασχόληση πολλών οικογενειών στις μονάδες παραγωγής και παρεμφερείς δραστηριότητες, καθώς και τη διατήρηση των κατοίκων στις περιοχές τους, ιδιαίτερα στις ακριτικές παράκτιες και νησιωτικές.

Ο σημαντικός ρόλος των παραγωγικών αυτών κλάδων στην προσφορά τροφίμων υψηλής διατροφικής αξίας και φθηνής πηγής πρωτεΐνης, ενισχύεται σήμερα από το γεγονός ότι η παγκόσμια κατά κεφαλήν κατανάλωση ιχθυηρών, αντιστοιχεί στο μέγιστο όλων των εποχών και υπολογίζεται ότι ισοδυναμεί με 17 Kg ετησίως. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι παγκόσμια τα ιχθυηρά παρέχουν τουλάχιστον το 15% της κατά κεφαλήν καταναλωθείσας ζωικής πρωτεΐνης σε περίπου 3 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Η συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση των προϊόντων αυτών, αποδίδεται στη συνεχή ανάπτυξη του βιοτικού επιπέδου των λαών, αλλά κυρίως και στη σαφή προτίμηση του καταναλωτικού κοινού σε προϊόντα υγιεινής διατροφικής αξίας, όπως αποδείχθηκε ότι είναι οι υδρόβιοι οργανισμοί (ψάρια, μύδια, στρείδια, γαρίδες, φύκια, κ.λπ.). Είναι γνωστό ότι η βιολογική και διαιτητική αξία των αλιευμάτων είναι πολύ μεγάλη, γιατί είναι πλούσια σε βιταμίνες, ιχνοστοιχεία και άριστους συνδυασμούς αμινοξέων, αλλά κυρίως γιατί είναι πλούσια σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα, που δρουν ευεργετικά στην πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων, οι οποίες προκαλούνται και επιδεινώνονται με την υπέρμετρη κατανάλωση τροφίμων πλούσιων σε χοληστερίνη και σε κορεσμένα λιπαρά οξέα. Είναι διαπιστωμένο ότι τα λίπη των ψαριών και οστρακοειδών περιέχουν λιπαρά οξέα της κατηγορίας ω3, όπως το λινολενικό οξύ, το εικοσιπεντανοϊκό οξύ και το εικοσιδύο-εξανοϊκό οξύ σε ποσοστό 79-83%.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω, φαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια η τάση για μεγαλύτερη κατανάλωση αλιευμάτων αυξάνει αλματωδώς τόσο στην Ευρωπαϊκή όσο και στην Ελληνική αγορά. Σήμερα, η κατανάλωση ψαριών στην Ευρώπη είναι περίπου 9 εκατομμύρια τόνοι το χρόνο. Η σημασία της περαιτέρω ανάπτυξης των υδατοκαλλιεργειών είναι ιδιαίτερα μεγάλη, γνωρίζοντας ότι η συλλεκτική αλιεία συνέχεια φθίνει. Η χαμηλή παραγωγικότητα της Μεσογείου, η σχετική εξάντληση ορισμένων υπερπόντιων αλιευτικών πεδίων, η καθιέρωση των ζωνών αλιείας και της οικονομικής ζώνης των 200 μιλίων, από τις περισσότερες χώρες, σε συνδυασμό με την αύξηση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και η ενίσχυση της τάσης για υγιεινή διατροφή, είναι αιτίες που ώθησαν στην ανάπτυξη των υδατοεκτροφών. Ειδικότερα για την Ελλάδα, η ανάπτυξή τους παρουσιάζει ιδιαίτερη σημασία, γιατί το πρόβλημα της ιδιαίτερα χαμηλής παραγωγικότητας της Ανατ. Μεσογείου, συνδυαζόμενο με τα προβλήματα της υπερπόντιας αλιείας, έχουν οδηγήσει σε οριακές αυξήσεις τη συλλεκτική αλιεία. Γενικά, η παγκόσμια αλιευτική παραγωγή έχει παραμείνει σχετικά στάσιμη την τελευταία εικοσαετία, γεγονός το οποίο εγείρει ανησυχίες για το βαθμό εκμετάλλευσης των θαλάσσιων ιχθυοαποθεμάτων.

Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Γεωργίας και Τροφίμων (FAO), σήμερα παράγονται ετησίως περίπου 145 εκ. τόνοι ιχθυηρών, από τα οποία 90 εκ. τόνοι (χρηματικής αξίας 93,9 δις. δολαρίων) προέρχονται από την αλιεία (80 εκ. από θαλάσσια αλιεία & 10 εκ από την αλιεία εσωτ. Υδάτων) και 55,1 εκ. τόνοι (χρηματικής αξίας 98,4 δις. δολαρίων) από τις υδατοκαλλιέργειες. Ο κλάδος των υδατοκαλλιεργειών εξακολουθεί παγκοσμίως να αποτελεί τον ταχύτερα αναπτυσσόμενο τομέα ζωικής παραγωγής, με τη συνολική παραγωγή να έχει δεκαπλασιαστεί τα τελευταία 30 χρόνια. Η υδατοκαλλιέργεια, βέβαια, δεν περιορίζεται μόνον στην παραγωγή τροφίμων. Συμβάλλει, επίσης, στην παραγωγή ψαριών για εμπλουτισμό φυσικών υδάτινων μαζών, στην παραγωγή δολωμάτων για την επαγγελματική και ερασιτεχνική αλιεία, στην παραγωγή ζωοτροφών, στην παραγωγή δερμάτων, στην αναπαραγωγή διακοσμητικών υδρόβιων ζωικών και φυτικών οργανισμών, στην καλλιέργεια μαργαριταριών σε κατάλληλα είδη μαλακίων, στην εξυγίανση υποβαθμισμένων εδαφών, στην αξιοποίηση ανεκμετάλλευτων για τη γεωργία εκτάσεων, στην ανακύκλωση οργανικών αποβλήτων και αναμφισβήτητα, στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Η χώρα μας με τη γεωγραφική της θέση και τις κλιματολογικές της συνθήκες επιτρέπει και ευνοεί την ανάπτυξη κάθε είδους πρωτογενούς παραγωγικής δραστηριότητας. Είναι γνωστό ότι οι ιχθυοκαλλιέργειες, ως κλάδος της πρωτογενούς παραγωγής, άρχισε να λειτουργεί στις αρχές της δεκαετίας του 1950 όταν δημιουργήθηκε ο πρώτος ιχθυογενετικός σταθμός παραγωγής γόνου πέστροφας στα Γιάννενα (ποταμός Λούρος). Με τη βοήθεια του σταθμού αυτού αναπτύχθηκε η πεστροφοκαλλιέργεια. Φυσικά, κανείς δεν μπορούσε να παραβλέψει το γεγονός ότι η χώρα μας έχει συνολικό μήκος ακτών 16.000 Km και επομένως η εκμετάλλευσή τους για ιχθυοκαλλιεργητική παραγωγή, δε θα μπορούσε αργά ή γρήγορα να μην παίξει επιχειρηματικά σημαντικό ρόλο. Έτσι, στην καθοριστική δεκαετία του 1980, όπου μετά την είσοδό μας στην Ε.Ε., αρχίζουν τα επιδοτούμενα προγράμματα και αρχίζουν δειλά και οι επενδύσεις σ' αυτό το είδος του πρωτογενή τομέα. Τα πρώτα είδη που άρχισαν να εκτρέφονται ήταν η τσιπούρα και το λαβράκι, για τα οποία υπήρχε εξωτερική τεχνογνωσία (know how). Στην αρχή αντιμετωπίσθηκαν αρκετά προβλήματα, για να φτάσουμε στη δεκαετία του 1990, όπου άρχισαν να απογειώνονται αυτές οι μορφές εκτροφής και σήμερα να συμβάλλουν στη διαμόρφωση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε ποσοστό 0,3-0,5%.

Όλοι γνωρίζουμε ότι ο κλάδος των υδατοκαλλιεργειών για τη χώρα μας αποτελεί μία από τις σημαντικότερες οικονομικές και παραγωγικές δραστηριότητες, με έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό σε ευρωπαϊκές αλλά και εκτός Ευρώπης αγορές. Περίπου το 75% της παραγωγής προωθείται σε αγορές του εξωτερικού, συμβάλλοντας σημαντικά στο ισοζύγιο ιχθυηρών και στο ακαθάριστο εθνικό προϊόν, δεδομένου τόσο του όγκου των εξαγωγών, όσο και της εισροής σημαντικών κεφαλαίων. Σταδιακά και σταθερά τα ελληνικά ψάρια με υψηλή διατροφική αξία και ποιότητα έχουν κατακτήσει κυρίαρχη θέση στο πιάτο του ευρωπαίου καταναλωτή, παίζοντας σημαντικό ρόλο στην στροφή του προς τη "μεσογειακή διατροφή". Το συγκριτικό και πλέον ανταγωνιστικό, πλεονέκτημα της χώρας μας στον κλάδο των υδατοκαλλιεργειών, στηρίζεται στο γεγονός ότι διαθέτει περίπου 16.000 Km ακτογραμμή, όπως ήδη αναφέρθηκε και περισσότερες από 2.000 νησίδες στα πελάγη μας, που σε συνδυασμό με τις ιδανικές φυσικοχημικές συνθήκες των θαλασσών μας, εξασφαλίζουν την αειφόρο ανάπτυξη της παραγωγής τροφίμων υψηλής διατροφικής αξίας για τον καταναλωτή.

Σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής, όπως είναι τα προϊόντα της υδατοεκτροφής, ή για αύξηση της παραγωγής προϊόντων με προστιθέμενη αξία, απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η συμβατότητα της παραγωγικής διαδικασίας με τους διεθνείς κανόνες και η εναρμόνισή της με τις σύγχρονες τάσεις των καταναλωτών, προκειμένου τα παραγόμενα προϊόντα να τυγχάνουν της απαραίτητης καταναλωτικής προτίμησης. Η παραγωγή ανώτερων ποιοτικά προϊόντων, η διαφοροποίησή τους ανάλογα με τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά σε συνδυασμό με τη διαφοροποίηση της τιμής τους, είναι στρατηγικές που αυξάνουν το καταναλωτικό ενδιαφέρον, καθώς εναρμονίζουν τη διαφοροποιημένη παραγωγή με τα διαφοροποιημένα εισοδήματα των καταναλωτών.

Επιπρόσθετα, είναι γνωστό ότι, τα τελευταία χρόνια η ποιότητα έχει συνδεθεί άμεσα με την καταναλωτική αλλά και την επιχειρηματική συμπεριφορά. Η υψηλή ποιότητα των παραγόμενων αλιευτικών προϊόντων και των παρεχόμενων υπηρεσιών, αποτελεί βασικό στόχο και στοιχείο ανταγωνισμού των περισσότερων επιχειρήσεων. Η παρατηρούμενη συνεχής αύξηση του ποιοτικού επιπέδου αγαθών και υπηρεσιών, είναι άμεσα συνυφασμένη με τη διαρκή και έντονη διαφήμιση των τελευταίων, που καθιστά το καταναλωτικό κοινό ολοένα και περισσότερο απαιτητικό. Οι καταναλωτές ευαισθητοποιούνται απέναντι στην ποιότητα, την οποία θεωρούν ως το σημαντικότερο κριτήριο κατά την αγορά των διαφόρων αγαθών. Οι επιχειρηματίες παρατηρώντας και διαπιστώνοντας αυτήν την τάση των καταναλωτών, σπεύδουν να προσαρμοστούν στις νεότερες απαιτήσεις. Η ποιότητα αναγνωρίζεται πλέον ως ο σημαντικότερος παράγοντας και αποτελεί το κλειδί για το σχεδιασμό και δημιουργία καλύτερων και ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών. Συνεπώς, η εγκατάσταση και η πιστή εφαρμογή ενός συστήματος διασφάλισης ποιότητας που θα ικανοποιεί τις προδιαγραφές διεθνώς αποδεκτών προτύπων, αποτελεί ίσως τον αποτελεσματικότερο τρόπο για την εκπλήρωση των συνεχώς αυξανόμενων απαιτήσεων των πελατών και της σύγχρονης εποχής.

Τα τελευταία χρόνια, η επιστήμη της βιοτεχνολογίας έχει επίσης εισέλθει δυναμικά στην επιστήμη των υδατοκαλλιεργειών, εφαρμόζοντας τα αξιώματα της επιστήμης της μηχανικής, της μικροβιολογίας, της βιοχημείας και της γενετικής. Ειδικότερα, η γενετική μηχανική επεμβαίνει στη δομή και στη λειτουργία του γενετικού υλικού των ζωντανών οργανισμών με δυνατότητες επέκτασης σε ορίζοντες που αγγίζουν τα όρια της επιστημονικής φαντασίας.

Όλα αυτά (δηλ. η μεγάλη ανάπτυξη των υδατοκαλλιεργειών, η αύξηση της παραγωγής μεταποιημένων αλιευτικών προϊόντων, η ανάγκη προώθησης πλεονασματικών ειδών, οι συνεχώς αυξανόμενες απαιτήσεις των καταναλωτών για καλύτερης ποιότητας προϊόντα και η αλλαγή στα διατροφικά τους πρότυπα), επιβάλλουν τη διεύρυνση των υπαρχόντων αγορών και την εξεύρεση νέων, ώστε να είναι δυνατή η προώθηση των προϊόντων αυτών μέσω της αναβάθμισης της ποιότητας και της αύξησης της προστιθέμενης αξίας τους.

Επίσης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, ότι ο σωστός σχεδιασμός της εμπορίας και η προβολή και η διαφήμιση των αλιευτικών προϊόντων, σε μια περίοδο που η διεθνοποίηση των οικονομικών συναλλαγών και η φιλελευθεροποίηση του παγκόσμιου εμπορίου κινούνται με ταχύτατους ρυθμούς, θα πρέπει να γίνουν με τον πιο ορθολογικό τρόπο, προκειμένου να εξασφαλισθεί μία αξιοπρεπής παρουσία στη διεθνή αγορά. Γι' αυτό και η πιστοποίηση της ποιότητας, η σήμανση των προϊόντων, η συμμετοχή σε εκθέσεις, η σωστή ενημέρωση-πληροφόρηση του καταναλωτή, η διερεύνηση των καταναλωτικών προτιμήσεων-απαιτήσεων, είναι μερικές από τις δράσεις που πρέπει να αναλαμβάνονται, προκειμένου να προωθούνται σωστά και με ανταγωνιστικές τιμές τα ελληνικά προϊόντα της αλιείας και των υδατοκαλλιεργειών.

Με δεδομένο ότι οι μεταποιητικές δραστηριότητες και γενικά οι δραστηριότητες εκείνες που προσδίδουν επιπλέον προστιθέμενη αξία στα παραγόμενα προϊόντα, δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, εναλλακτικές ευκαιρίες απασχόλησης στην αλιευτική κοινότητα, βελτιώνουν το εισόδημα των αλιέων και εκπληρώνουν καλύτερα τις σύγχρονες καταναλωτικές ανάγκες, επιθυμίες και προτιμήσεις. Η διερεύνηση για την ανάπτυξη τέτοιων δραστηριοτήτων που θα προσανατολίζονται στην παραγωγή και διακίνηση τέτοιου είδους προϊόντων, αποτελεί επιλογή που παρουσιάζει και θα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον περισσότερο από ποτέ άλλοτε, καθώς προσδίδει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα σε ολόκληρο τον κλάδο και στην εθνική οικονομία γενικότερα.

Γενικά, σε παγκόσμια κλίμακα, επικρατεί ανησυχία για την κρίσιμη κατάσταση πολλών ιχθυοαποθεμάτων και για την πλεονάζουσα ικανότητα του στόλου, στο πλαίσιο της ζητούμενης όλο και περισσότερο κατανάλωσης ψαριών. Η πράσινη Βίβλος που υιοθέτησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Μάρτιο του 2001, αποτέλεσε το έναυσμα για συζητήσεις σχετικά με το μέλλον της Κ.Αλ.Π. Μέχρι σήμερα η πολιτική αυτή δεν έχει πετύχει αειφόρο εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων. Όσον αφορά τη διατήρηση, πολλά αποθέματα υπολείπονται επί του παρόντος των ασφαλών βιολογικών ορίων, διότι υποβάλλονται σε υπέρμετρα εντατική εκμετάλλευση ή διαθέτουν μικρές ποσότητες ώριμων ιχθύων ή συμβαίνουν και τα δύο. Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα σοβαρή για τα αποθέματα βυθόβιων ιχθύων, ενώ αν συνεχισθεί η τρέχουσα τάση πιστεύεται ότι πολλά αποθέματα θα καταρρεύσουν.

Ο κλάδος των υδατοκαλλιεργειών έχει πλήρως συνειδητοποιήσει το ρόλο του, τις μελλοντικές προοπτικές και προκλήσεις και βρίσκεται σε μια διαρκή προσπάθεια εξεύρεσης και υιοθέτησης αειφορικών λύσεων (τροφές φιλικότερες προς το περιβάλλον, μείωση του συντελεστή μετατρεψιμότητας και πεπτικότητας της τροφής, και επομένως μείωση του αποβαλλόμενου οργανικού φορτίου, αντιμετώπιση των ασθενειών με πρόληψη, όπως η χρήση εμβολίων και όχι μόνο καταπολέμησή τους με χρήση αντιβιοτικών, βιολογική υδατοκαλλιέργεια κ.λπ.).

Γενικά, η υδατοκαλλιέργεια εθεωρείτο ανέκαθεν μια φιλική προς το περιβάλλον δραστηριότητα, καθώς παλαιότερα σ' αυτή δραστηριοποιούνταν μικρής κλίμακας παραδοσιακές επιχειρήσεις και οικογενειακές εκμεταλλεύσεις, συνήθως εκτατικής μορφής. Ο σεβασμός του περιβάλλοντος από τον υδατοκαλλιεργητικό κλάδο συνεχίζει να βελτιώνεται, ως αποτέλεσμα της καθιέρωσης της κατάλληλης νομοθεσίας και του ελέγχου, της ανάπτυξης της τεχνολογίας, την εφαρμογή καινοτομιών, τη μείωση των περιβαλλοντικών κινδύνων και την καλυτέρευση των διαχειριστικών πρακτικών.

Το ολοκληρωμένο χωροταξικό πλαίσιο για τις θαλάσσιες υδατοκαλλιέργειες στην Ελλάδα, που επιτέλους βρίσκεται σε εξέλιξη, κινείται στο πλαίσιο της προστασίας του υδάτινου περιβάλλοντος και θα συνεισφέρει στη βιωσιμότητα του κλάδου και την εξάλειψη των αντιθέσεων ανάμεσα στους χρήστες της παράκτιας ζώνης. Η προσπάθεια αυτή της πολιτείας είναι πολύ σωστή, αν και θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί εδώ και πολλά χρόνια. Ταυτόχρονα, η κοινή γνώμη πρέπει να αποδεχθεί την υδατοκαλλιέργεια και να μη τη θεωρεί εχθρική προς το περιβάλλον, δεδομένου ότι τα απόβλητα είναι βιολογικής προέλευσης (περιττώματα και υπολείμματα τροφής) που είναι απόλυτα συμβατά με το υδάτινο περιβάλλον. Η διαχείριση της παράκτιας ζώνης πρέπει να γίνεται με γνώμονα το συλλογικό συμφέρον και οι όποιες αντιθέσεις να συρρικνωθούν με βάση αμοιβαίες υποχωρήσεις. Είναι γνωστό ότι σε όλο τον κόσμο συνυπάρχουν ξενοδοχεία, παραθεριστικοί οικισμοί και ιχθυοκαλλιεργητικές μονάδες, χωρίς να δημιουργούνται προβλήματα επικράτησης της μιας δραστηριότητας σε βάρος της άλλης. Επίσης, η δικτύωση του κλάδου έχει διευρυνθεί και η επικοινωνία έχει βελτιωθεί. Πρόσφατο παράδειγμα η δημιουργία της Πλατφόρμας Τεχνολογίας και Καινοτομίας για την Ελληνική Υδατοκαλλιέργεια (HATiP). Η τεχνολογία έχει επίσης ενισχυθεί δίνοντας τη δυνατότητα για επιτυχή εκτροφή νέων ειδών (τόνος, φαγκρί, κρανιός κ.λπ.) αν και ακόμα δεν έχουν επιτευχθεί ικανοποιητικές παραγόμενες ποσότητες για να στηρίξουν την ανάπτυξη αγορών. Θα πρέπει να ενθαρρύνουμε όλους όσους επιχειρούν στην αλιεία και τις υδατοκαλλιέργειες, σε όλα τα επίπεδα, να εντατικοποιήσουν τη χρήση του διαδικτύου, του GIS, της τηλεπισκόπησης και άλλων τεχνολογικών επιτευγμάτων ώστε να διασφαλισθεί η βιοποικιλότητα και να σιγουρέψουμε ένα αειφόρο μέλλον για τον κλάδο.

Η υδατοκαλλιεργητική δραστηριότητα αναπτύχθηκε στη χώρα μας αξιοποιώντας όλα τα φυσικά πλεονεκτήματα και τις κρατικές και κοινοτικές ενισχύσεις. Όμως, οι ραγδαίες αλλά και συνάμα καταιγιστικές εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα σε όλους τους τομείς ανάπτυξης τόσο της χώρας μας όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, διαμορφώνουν ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον με άμεσες επιδράσεις στην οικονομία και ιδιαίτερα στον αγροτικό τομέα, όπου η μάχη για την ανάπτυξη της γεωργίας και τη βελτίωση του αγροτικού εισοδήματος χρειάζεται την παρουσία και τη στήριξη του Γεωτεχνικού. Συνεπώς, η ενεργοποίηση όλων των θεσμικών δυνατοτήτων για την ολόπλευρη άσκηση του ρόλου των γεωτεχνικών στον κοινωνικό, οικονομικό και παραγωγικό τομέα είναι αδήριτη ανάγκη.

Για την ανάπτυξη διαχειριστικών σχεδίων με σκοπό την εκμετάλλευση των υδάτινων οικοσυστημάτων και γενικότερα των ιχθυοπληθυσμών τους, απαιτούνται ιδιαίτερες γνώσεις και πληροφορίες που σχετίζονται κυρίως με τη δομή και τη λειτουργία των υδάτινων οικοσυστημάτων, καθώς επίσης και με τη βιολογία, τη δυναμική των υδρόβιων οργανισμών, τη μηχανική και την οικονομία. Η επίτευξη της ανάπτυξης της αλιείας και των υδατοκαλλιεργειών πρέπει να επιδιώκεται με το κατάλληλο για την κάθε περίπτωση επιστημονικό δυναμικό, από το οποίο διαμορφώνεται το επίπεδο εκπαίδευσης, το είδος και το επίπεδο της έρευνας και βέβαια το επίπεδο της εφαρμογής των διαδικασιών που συνδέονται με το είδος και το ύψος της παραγωγής αλιευμάτων.

Από τα αποτελέσματα της διεθνούς εμπειρίας, που αφορούν στην εξέλιξη της αλιείας και των υδατοκαλλιεργειών, έχει προκύψει το συμπέρασμα ότι όπου δεν έχει γίνει κατανοητή ή για οποιοδήποτε λόγο δεν έχει εφαρμοσθεί η χρησιμοποίηση των σωστά εκπαιδευμένων επιστημόνων για την κάθε περίπτωση, το επίπεδο της επιτυχίας του επιδιωκόμενου σκοπού είναι πολύ χαμηλό και απογοητευτικό, από την άποψη του οικονομικού αποτελέσματος. Επειδή, στη σύγχρονη εποχή κατά ένα σημαντικό μέρος το κεφάλαιο είναι η γνώση, η επιδεξιότητα και η ικανότητα του ανθρώπινου δυναμικού των επιχειρήσεων μιας χώρας, γι' αυτό και η σωστή εκπαίδευση είναι το αναγκαίο ανθρώπινο κεφάλαιο που θα στηρίξει την οικονομία της χώρας στη νέα εποχή του ανταγωνισμού, της τεχνολογίας και της πληροφορίας. Την ανάγκη αυτή για άρτια εκπαιδευμένο επιστημονικό δυναμικό καλείται να καλύψει ο Ιχθυολόγος ο οποίος είναι ο πλέον εξειδικευμένος επιστήμονας στην ανάπτυξη και προώθηση νέων τεχνολογιών στα συστήματα υδρόβιας παραγωγής, καθώς και στη διαχείριση του υδάτινου περιβάλλοντος, διακονώντας τα διάφορα αντικείμενα που σχετίζονται με την Υδροβιολογία, την Υδατοκαλλιέργεια, την Αλιεία, και την Προστασία και Διαχείριση του Υδάτινου Περιβάλλοντος.

Ο ιχθυολόγος είναι εφοδιασμένος με την υπάρχουσα γνώση και τη γνώση της επιστημονικής μεθοδολογίας που απαιτείται για την ανάλυση, το σχεδιασμό, την υλοποίηση και την οργάνωση κατάλληλων συστημάτων, με σκοπό την αποτελεσματική αντιμετώπιση των πολύπλοκων προβλημάτων τα οποία ανακύπτουν από τις αλληλεπιδράσεις του χερσαίου και του υδάτινου περιβάλλοντος, του αγροτικού περιβάλλοντος με τον άνθρωπο και τα μέσα παραγωγής και της χρήσης σύγχρονης τεχνολογίας στην παραγωγική διαδικασία, στο πλαίσιο της αειφορικής ανάπτυξης.

Η στήριξη των συλλογικών δράσεων σε όλα τα επίπεδα, από την παραγωγή, την οργανωτική δομή και τη διαχείριση των επιχειρήσεων μέχρι την προστασία των υδατίνων πόρων και τη διοχέτευση των προϊόντων στην αγορά, αποτελούν σημαντικές ενέργειες προς την κατεύθυνση της βελτιστοποίησης της βιωσιμότητας και ανταγωνιστικότητα. Γι' αυτό, σημαντικό μέλημα του εξειδικευμένου πλέον ιχθυολόγου είναι η αναβάθμιση και η διάδοση των διαδικασιών, που αποσκοπούν στην περιβαλλοντική προστασία προς όφελος της ποιότητας του προϊόντος, αλλά και της αειφορικής προσέγγισης που πρέπει να εφαρμοσθεί, για ένα σταθερό, βιώσιμο και υγιεινό περιβάλλον.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να τονίσω πως ότι έχει να κάνει με την ανθρώπινη διατροφή θα βρίσκεται συνέχεια στην επικαιρότητα και συνεπώς θα χρήζει της δέουσας προσοχής για περαιτέρω ανάπτυξη. Ο ιχθυολόγος αποτελεί αρωγό στον κλάδο της πρωτογενούς υδρόβιας παραγωγής και σίγουρα αναπόσπαστο κομμάτι για ένα ευοίωνο και προσοδοφόρο μέλλον, έχοντας πάντα ως γνώμονα το σεβασμό στον άνθρωπο και στη φύση.